Saturday, September 24, 2011

Η υπόθεση ελληνική κρίση

Πάνος Παναγιώτου, Η υπόθεση ελληνική κρίση, Εκδόσεις Λιβάνη, 2011.

«Για να δώσουμε την απάντηση, επιτρέψτε μου να κάνω ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, στο 1994, και να σας μεταφέρω σε ένα ιδιωτικό παραθεριστικό κέντρο πέντε αστέρων στη Φλόριντα, όπου τραπεζίτες της J.P. Morgan συναντήθηκαν όχι για να διασκεδάσουν, αλλά για να λύσουν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στη διαχείριση ρίσκου: Πώς μεταφέρεις το ρίσκο κάπου αλλού, μακριά από σένα, όταν δανείζεις σε κάποιον;
Η J.P. Morgan είχε στα βιβλία της εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε δάνεια προς πολυεθνικές, εταιρείες και κυβερνήσεις και με βάση τον ομοσπονδιακό νόμο έπρεπε να διατηρεί τεράστια αποθεματικά κεφάλαια, για την περίπτωση που οι δανειολήπτες της αδυνατούσαν να τα εξοφλήσουν.
Αν, όμως, η J.P. Morgan δημιουργούσε ένα μηχανισμό που θα την προστάτευε από αυτή την εξέλιξη και που επιπλέον θα απελευθέρωνε όλο αυτό το αποθεματικό κεφάλαιο; Αν μπορούσε να δημιουργηθεί ένας ασφαλιστικός μηχανισμός που θα επέτρεπε τη μετατροπή του ρίσκου αδυναμίας πληρωμής σε ένα προϊόν, ένα στοίχημα, το οποίο όσο καιρό το είχε στην κατοχή του αυτός που το αγόραζε θα λάμβανε τακτικές πληρωμές από την τράπεζα, παρόμοιες με το ασφαλιστικό premium;
Με αυτό τον τρόπο, το ρίσκο θα μετατοπιζόταν από την J.P. Morgan και ταυτόχρονα θα αποδεσμεύονταν τα αποθεματικά της. Η λύση βρέθηκε με τα CDS, τα credit default swaps, που ήταν μια παραλλαγή άλλων προϊόντων ασφάλισης ρίσκου από διακυμάνσεις στην αγορά επιτοκίων και στην αγορά εμπορευμάτων.
Η J.P. Morgan συνέστησε το πρώτο γραφείο CDS στον κόσμο και προσέλαβε μαθηματικούς και χρηματιστηριακούς μηχανικούς από το ΜΙΤ και το Κέμπριτζ για να δημιουργήσουν μια αγορά για τα στοιχήματα αυτά. Μέσα σε λίγα χρόνια τα CDS ήταν το νέο καυτό προϊόν της Γουόλ Στριτ. Η πρώτη μεγάλη επένδυση σε CDS όμως δεν έγινε παρά το 1997, όταν η J.P. Morgan συγκέντρωσε τριακόσια δάνεια, συνολικού ύψους 9,7 δισ. δολαρίων, τα οποία είχαν χορηγηθεί σε μια σειρά μεγάλων εταιρειών, όπως η Ford, η Wal-Mart και η IBM, και τα τεμάχισε σε εκατομμύρια μικρά στοιχήματα. Στη συνέχεια, τους έδωσε ένα ποσοστό ρίσκου και ανταμοιβής, μεγαλύτερο της τάξης του 10%, και τα πούλησε σε επενδυτές μέσω του Broad Index Securitized Trust Offering ενός μηχανισμού που είχε αναπτυχτεί από μια εικοσιπεντάχρονη απόφοιτο του ΜΙΤ, η οποία εργαζόταν στο τμήμα CDS της J.p. Morgan.
Σύντομα, τα προϊόντα αυτά προέτρεψαν επενδυτές να στοιχηματίσουν σε αναδυόμενες αγορές με υψηλό ρίσκο, στη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία, ασφαλίζοντας τα δάνεια τους. Αργότερα, η κατάρρευση των Enron και WorldCom χρησιμοποιήθηκε από την J.P Morgan ως απόδειξη ότι το χρέος έπρεπε να ασφαλίζεται και να πωλείται στις αγορές κεφαλαίου. Τότε, το αμερικανικό Κογκρέσο έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία της χωρίς εποπτεία διεθνούς αγοράς των CDS, η οποία από 100 δισ. δολάρια το 2000 έφτασε στα 6,4 τρισ. το 2004. Ποιος όμως άσκησε πίεση στο Κογκρέσο ώστε να εγκρίνει μια τόσο πολύπλοκη αγορά στοιχημάτων ρίσκου, η οποία σε όλο το διάστημα του εικοστού αιώνα ήταν, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παράνομη;
Κατ' αρχάς, η J.P. Morgan, η οποία και θα ήταν η πιο κερδισμένη από μια τέτοια εξέλιξη. Κατά δεύτερον, η ίδια η FED, με το σκεπτικό ότι θα εξυπηρετούνταν η J.P. Morgan, με την οποία διατηρεί άριστες και στενές σχέσεις, και με τη δικαιολογία ότι θα επιτυγχανόταν μια «διασπορά κίνδυνου», που θα ενίσχυε τη φερεγγυότητα και την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
[…]
Η αγορά αυτή δε μειώνει το ρίσκο, αλλά το μεταφέρει σε ένα τεράστιο εύρος εντός και εκτός του χρηματιστηριακού συστήματος, καθιστώντας το υπερβολικά ευαίσθητο σε περίπτωση «μόλυνσης». Όσοι, λοιπόν, σήμερα κάνουν λόγο για μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο έχουν δίκιο μόνο κατά το ήμισυ, καθώς ξεχνούν πως χωρίς κρατική έγκριση δε θα είχε υπάρξει ποτέ η συγκεκριμένη αγορά CDS.
[…]
Η πλειονότητα αυτών των συνδεδεμένων με δάνεια ομολόγων ασφαλιζόταν μέσω των CDS, για την περίπτωση που οι δανειολήπτες θα αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Καμία από τις εταιρείες που τα διέθεταν δεν είχε υποχρέωση να έχει αποθεματικά κεφάλαια για την περίπτωση που όντως χρειαζόταν να πληρώσει όσους είχαν στοιχηματίσει στην αδυναμία αποπληρωμής τους. Το εμπόριο των CDS ήταν σχεδόν μονοπωλιακό μεταξύ ελάχιστων εταιρειών. Τη μερίδα του λέοντος κατείχε η J.P. Morgan και ακολουθούσαν οι Goldman Sachs, Morgan Stanley και Deutsche Bank. Οι πρώτες τρεις τράπεζες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους από την ίδρυση τους. Πολύ μεγάλους και ισχυρούς δεσμούς μαζί τους διατηρεί και η Deutsche Bank. Σύμφωνα με τον οίκο Fitch, οι τράπεζες αυτές ελέγχουν περισσότερο από τα δύο τρίτα της αγοράς CDS, κερδίζοντας επί σειρά ετών τεράστια ποσά.
[…]
Μέσα σε μια ελεύθερη αγορά είναι λογικό ο συνετότερος και προσεκτικότερος, αυτός που κατάφερε να αποφύγει τα προβλήματα και τους κινδύνους, να υπερισχύσει του απρόσεκτου και επιπόλαιου, αυτού που ανέλαβε μεγάλα ρίσκα χωρίς να υπολογίσει σωστά τις συνέπειες. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι εξαγορές κάποιων απρόσεκτων εταιρειών από την J.P Morgan δικαιολογούνται.
Ίσως αυτό να ίσχυε αν πράγματι η J.P Morgan ήταν συνετότερη και προσεκτικότερη. Στη σελίδα είκοσι τέσσερα της επίσημης τριμηνιαίας έκδοσης παράγωγων προϊόντων ωστόσο διαβάζουμε ότι η J.P Morgan είναι, χωρίς σύγκριση, ο μεγαλύτερος παίκτης στον κόσμο στην αγορά παραγώγων με λογιστικές αξίες από παράγωγα ύψους 90 τρισ. δολαρίων. Το 9% από αυτά είναι παράγωγα δανείων. Δηλαδή η J.P. Morgan κρατάει στα χέρια της μια ωρολογιακή βόμβα, ύψους 8,1 τρισ. δολαρίων, και όχι μόνο δεν κατέρρευσε από την πρόσφατη κρίση, αλλά παίζει το ρόλο του σωτήρα και αγοραστή άλλων τραπεζών-κολοσσών, πάντα με τη βοήθεια της FED. Πόσο μεγάλη όμως είναι η μερίδα ευθύνης των «σωτήρων» στη δημιουργία της παγκόσμιας κρίσης;».

[Ελλάδα και CDS]

«Το μέγεθος της κερδοσκοπίας εναντίον της Ελλάδας και ο βαθμός στον οποίο τα CDS είναι υπεύθυνα για την ελληνική κρίση είναι πάρα πολύ υποβαθμισμένα και αυτό γιατί, όταν το θέμα εξετάζεται από τους ελάχιστους που το κατανοούν σε βάθος, γίνεται επιφανειακά, παραλείποντας μερικές εξαιρετικά σημαντικές παραμέτρους.
Τα ελληνικά CDS υποτίθεται πως είναι μια ασφάλεια που μπορούν να αγοράσουν όσοι έχουν επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα, ούτως ώστε να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο από μια ενδεχόμενη πτώχευση της χώρας και συνεπώς από μια ενδεχόμενη αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων της, πληρώνοντας ένα ασφάλιστρο (το οποίο είναι κυμαινόμενο και ανεβοκατεβαίνει όπως μια μετοχή) στο τραπεζικό ή το επενδυτικό ίδρυμα που τους τα πουλάει.
Ωστόσο, επιτρέπεται να αγοράσει κανείς CDS και να νομιμοποιείται να λάβει την αποζημίωση σε περίπτωση πτώχευσης της Ελλάδας χωρίς να έχει στην κατοχή του ελληνικά ομόλογα, δηλαδή χωρίς να έχει την ανάγκη ασφάλισης της επένδυσης του. Σε αυτή την περίπτωση, τα ελληνικά CDS μετατρέπονται σε χρηματιστηριακό στοίχημα, από το οποίο ο κερδοσκόπος μπορεί να κερδίσει με δυο τρόπους: είτε από την άνοδο της τιμής του CDS και την πώληση του ακριβότερα απ' ό,τι το αγόρασε, καθώς το ασφάλιστρο αυξάνεται όσο η χρηματοπιστωτική επίθεση στην Ελλάδα συνεχίζεται, είτε από την πραγματική πτώχευση της Ελλάδας και τη λήψη της τεράστιας αποζημίωσης.
Η δυνατότητα αυτή, δηλαδή της αγοράς CDS χωρίς την προϋπόθεση κατοχής ελληνικών ομολόγων, δημιουργεί έναν κερδοσκοπικό κύκλο ασύλληπτων διαστάσεων, καθώς εμπλέκει, πέρα από hedge funds και κάθε λογής κερδοσκοπικά ιδρύματα, και τις μεγαλύτερες τράπεζες-δανειστές της Ελλάδας, τις οποίες «αναγκάζει» να πουλήσουν ελληνικά ομόλογα, εκτινάσσοντας τα επιτόκια τους στα ύψη και επομένως απογειώνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας. Και αυτό γιατί, όταν ένας κερδοσκόπος θέλει να στοιχηματίσει αγοράζοντας ελληνικά CDS, κατά κανόνα πρέπει να στραφεί στις μεγάλες τράπεζες, που είναι οι νόμιμοι διαπραγματευτές αυτών των προϊόντων. Αγοράζοντας ελληνικά CDS από αυτές, στην ουσία ποντάρει εναντίον τους, καθώς θα είναι ακριβώς οι μεγάλες τράπεζες που θα κληθούν να τον πληρώσουν αν η Ελλάδα πτωχεύσει. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι οι τράπεζες να προχωρούν σε στρατηγικές αντιστάθμισης του επενδυτικού κίνδυνου που ανέλαβαν, είτε προβαίνοντας σε πωλήσεις ελληνικών ομολόγων είτε λαμβάνοντας θέσεις short εναντίον τους, δηλαδή πουλώντας τα, ποντάροντας στην πτώση τους, με την ελπίδα ότι θα τα αγοράσουν φθηνότερα στο μέλλον.
Αυτό συμβαίνει γιατί, καθώς οι κερδοσκόποι ποντάρουν στην αύξηση της πιθανότητας πτώχευσης της Ελλάδας αγοράζοντας όλο και περισσότερα CDS, οι τράπεζες που τους τα πουλούν είναι σαν να ποντάρουν όλο και περισσότερο στο αντίθετο ενδεχόμενο, δηλαδή στη μη πτώχευση της Ελλάδας. Καθώς, όμως, οι περισσότερες από αυτές έχουν ήδη και ελληνικά ομόλογα, βρίσκονται να ποντάρουν διπλά στη μη πτώχευση της Ελλάδας, από τη μια πλευρά με το να κατέχουν ομόλογα και από την άλλη με το να παίζουν κόντρα στους κερδοσκόπους των CDS. To αποτέλεσμα είναι η υπερέκθεσή τους στην επένδυση υπέρ της Ελλάδας, η οποία τις οδηγεί, σχεδόν υποχρεωτικά, στην ανάγκη μείωσης του επενδυτικού ρίσκου τους, πουλώντας ελληνικά ομόλογα ή και ποντάροντας στην πτώση τους. Οι τράπεζες που δεν έχουν ήδη επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα, ώστε να μπορούν να πουλήσουν κάποια από αυτά μειώνοντας το ρίσκο τους, αναγκάζονται να τα δανειστούν από άλλες τράπεζες και να τα πουλήσουν short, ποντάροντας και αυτές στην πτώση τους, ώστε να τα αγοράσουν αργότερα χαμηλότερα για να τα επιστρέψουν στις τράπεζες απ' όπου τα δανείστηκαν.
Απλοποιώντας το παράδειγμα, μπορούμε να πούμε πως, όταν πραγματοποιείται μια πράξη αγοράς ελληνικών CDS, ενεργοποιείται και μια πράξη πώλησης ελληνικών ομολόγων, με την τελευταία να έχει ως αυτόματη συνέπεια την αύξηση των επιτοκίων των ομολόγων (και των spreads τους με τα γερμανικά), δηλαδή την αύξηση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας. Όσο οι κερδοσκόποι συνεχίζουν να σπρώχνουν την τιμή των CDS υψηλότερα, αγοράζοντας τα, τόσο οι τράπεζες που τους τα πουλούν επενδύουν στην πτώση των ελληνικών ομολόγων, σπρώχνοντας τα επιτόκια τους και το κόστος δανεισμού της Ελλάδας υψηλότερα.
Έτσι, η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο χρηματιστηριακό καζίνο (ανάλογο με αυτό που οδήγησε στην κατάρρευση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, πάλι με τη χρήση των CDS), το οποίο παρέχει ευκαιρίες για κέρδη σε κερδοσκόπους και τράπεζες σε όλο τον κόσμο, καθώς οι πρώτοι κερδίζουν όσο η κρίση επιδεινώνεται, ενώ οι τράπεζες απολαμβάνουν τα κέρδη από τις προμήθειες που λαμβάνουν από το εμπόριο CDS. To πρόβλημα γίνεται ακόμα χειρότερο καθώς τα CDS μπορούν να αγοραστούν με μόχλευση, δηλαδή πληρώνοντας τμήμα μόνο της πραγματικής αξίας της τιμής τους. Έτσι, μια επένδυση σε ελληνικά CDS της τάξης του 1 εκ. δολαρίων μπορεί να απαιτεί κεφάλαιο μόλις της τάξης των 100 χιλ. δολαρίων.
Η μελέτη της πορείας των τιμών των ελληνικών CDS αποκαλύπτει ότι η άνοδος τους ξεκίνησε από τον Ιούλιο του 2007, ταυτόχρονα με μια σειρά άλλων χρηματοπιστωτικών εξελίξεων, οι οποίες αποτελούν τα σημαντικότερα κομμάτια στο διεθνές πάζλ που δημιουργεί το έξυπνο χρήμα, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι αναπόσπαστο τμήμα του ίδιου αυτού πάζλ τα τελευταία δυόμισι και πλέον χρόνια. Στο διάστημα αυτό έχει πέσει πάνω της μια χρηματοπιστωτική βόμβα 12.204 μεγατόνων, όση δηλαδή είναι η ποσοστιαία άνοδος των τιμών των CDS από τις 4,6 μονάδες βάσης, τον Ιούλιο του 2007, στις 566 μονάδες βάσης σήμερα, η οποία είχε ως αντανακλαστική συνέπεια το ξεπούλημα των ελληνικών ομολόγων, την απογείωση των επιτοκίων τους και την εκτίναξη του κόστους δανεισμού για την Ελλάδα.
Ο κερδοσκόπος που επένδυσε με μόχλευση 10% 1 εκ. δολάρια, ποντάροντας στην πτώχευση της Ελλάδας τον Ιούλιο του 2007, βλέπει σήμερα την επένδυση του να αξίζει 12,204 δισ. δολάρια. Και καθώς στις χρηματοπιστωτικές αγορές το κέρδος του ενός είναι κατά κανόνα η απώλεια του άλλου, το λογαριασμό για τα κέρδη των κερδοσκόπων τον λαμβάνει, μέσω της αγοράς ομολόγων, ο Έλληνας πολίτης (και θα συνεχίσει να τον λαμβάνει για πολλά χρόνια ακόμα). Έτσι, όταν η Ελλάδα περικόπτει μισθούς, λαμβάνει σκληρά δημοσιονομικά μέτρα κ.λπ., προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα για να πληρώσει τους επιπλέον τόκους που προκύπτουν από την αύξηση του κόστους δανεισμού της, στην ουσία ενεργοποιεί το μηχανισμό εκείνο που, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να συγκεντρώσει τα χρήματα που θα πληρωθούν σε όσους πέτυχαν το τζακ ποτ, ποντάροντας εναντίον της στην αγορά CDS».

No comments: