Saturday, September 24, 2011

Η υπόθεση ελληνική κρίση

Πάνος Παναγιώτου, Η υπόθεση ελληνική κρίση, Εκδόσεις Λιβάνη, 2011.

«Για να δώσουμε την απάντηση, επιτρέψτε μου να κάνω ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, στο 1994, και να σας μεταφέρω σε ένα ιδιωτικό παραθεριστικό κέντρο πέντε αστέρων στη Φλόριντα, όπου τραπεζίτες της J.P. Morgan συναντήθηκαν όχι για να διασκεδάσουν, αλλά για να λύσουν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στη διαχείριση ρίσκου: Πώς μεταφέρεις το ρίσκο κάπου αλλού, μακριά από σένα, όταν δανείζεις σε κάποιον;
Η J.P. Morgan είχε στα βιβλία της εκατοντάδες δισεκατομμύρια σε δάνεια προς πολυεθνικές, εταιρείες και κυβερνήσεις και με βάση τον ομοσπονδιακό νόμο έπρεπε να διατηρεί τεράστια αποθεματικά κεφάλαια, για την περίπτωση που οι δανειολήπτες της αδυνατούσαν να τα εξοφλήσουν.
Αν, όμως, η J.P. Morgan δημιουργούσε ένα μηχανισμό που θα την προστάτευε από αυτή την εξέλιξη και που επιπλέον θα απελευθέρωνε όλο αυτό το αποθεματικό κεφάλαιο; Αν μπορούσε να δημιουργηθεί ένας ασφαλιστικός μηχανισμός που θα επέτρεπε τη μετατροπή του ρίσκου αδυναμίας πληρωμής σε ένα προϊόν, ένα στοίχημα, το οποίο όσο καιρό το είχε στην κατοχή του αυτός που το αγόραζε θα λάμβανε τακτικές πληρωμές από την τράπεζα, παρόμοιες με το ασφαλιστικό premium;
Με αυτό τον τρόπο, το ρίσκο θα μετατοπιζόταν από την J.P. Morgan και ταυτόχρονα θα αποδεσμεύονταν τα αποθεματικά της. Η λύση βρέθηκε με τα CDS, τα credit default swaps, που ήταν μια παραλλαγή άλλων προϊόντων ασφάλισης ρίσκου από διακυμάνσεις στην αγορά επιτοκίων και στην αγορά εμπορευμάτων.
Η J.P. Morgan συνέστησε το πρώτο γραφείο CDS στον κόσμο και προσέλαβε μαθηματικούς και χρηματιστηριακούς μηχανικούς από το ΜΙΤ και το Κέμπριτζ για να δημιουργήσουν μια αγορά για τα στοιχήματα αυτά. Μέσα σε λίγα χρόνια τα CDS ήταν το νέο καυτό προϊόν της Γουόλ Στριτ. Η πρώτη μεγάλη επένδυση σε CDS όμως δεν έγινε παρά το 1997, όταν η J.P. Morgan συγκέντρωσε τριακόσια δάνεια, συνολικού ύψους 9,7 δισ. δολαρίων, τα οποία είχαν χορηγηθεί σε μια σειρά μεγάλων εταιρειών, όπως η Ford, η Wal-Mart και η IBM, και τα τεμάχισε σε εκατομμύρια μικρά στοιχήματα. Στη συνέχεια, τους έδωσε ένα ποσοστό ρίσκου και ανταμοιβής, μεγαλύτερο της τάξης του 10%, και τα πούλησε σε επενδυτές μέσω του Broad Index Securitized Trust Offering ενός μηχανισμού που είχε αναπτυχτεί από μια εικοσιπεντάχρονη απόφοιτο του ΜΙΤ, η οποία εργαζόταν στο τμήμα CDS της J.p. Morgan.
Σύντομα, τα προϊόντα αυτά προέτρεψαν επενδυτές να στοιχηματίσουν σε αναδυόμενες αγορές με υψηλό ρίσκο, στη Λατινική Αμερική και τη Ρωσία, ασφαλίζοντας τα δάνεια τους. Αργότερα, η κατάρρευση των Enron και WorldCom χρησιμοποιήθηκε από την J.P Morgan ως απόδειξη ότι το χρέος έπρεπε να ασφαλίζεται και να πωλείται στις αγορές κεφαλαίου. Τότε, το αμερικανικό Κογκρέσο έδωσε το πράσινο φως για τη δημιουργία της χωρίς εποπτεία διεθνούς αγοράς των CDS, η οποία από 100 δισ. δολάρια το 2000 έφτασε στα 6,4 τρισ. το 2004. Ποιος όμως άσκησε πίεση στο Κογκρέσο ώστε να εγκρίνει μια τόσο πολύπλοκη αγορά στοιχημάτων ρίσκου, η οποία σε όλο το διάστημα του εικοστού αιώνα ήταν, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, παράνομη;
Κατ' αρχάς, η J.P. Morgan, η οποία και θα ήταν η πιο κερδισμένη από μια τέτοια εξέλιξη. Κατά δεύτερον, η ίδια η FED, με το σκεπτικό ότι θα εξυπηρετούνταν η J.P. Morgan, με την οποία διατηρεί άριστες και στενές σχέσεις, και με τη δικαιολογία ότι θα επιτυγχανόταν μια «διασπορά κίνδυνου», που θα ενίσχυε τη φερεγγυότητα και την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
[…]
Η αγορά αυτή δε μειώνει το ρίσκο, αλλά το μεταφέρει σε ένα τεράστιο εύρος εντός και εκτός του χρηματιστηριακού συστήματος, καθιστώντας το υπερβολικά ευαίσθητο σε περίπτωση «μόλυνσης». Όσοι, λοιπόν, σήμερα κάνουν λόγο για μεγαλύτερο κρατικό έλεγχο έχουν δίκιο μόνο κατά το ήμισυ, καθώς ξεχνούν πως χωρίς κρατική έγκριση δε θα είχε υπάρξει ποτέ η συγκεκριμένη αγορά CDS.
[…]
Η πλειονότητα αυτών των συνδεδεμένων με δάνεια ομολόγων ασφαλιζόταν μέσω των CDS, για την περίπτωση που οι δανειολήπτες θα αδυνατούσαν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Καμία από τις εταιρείες που τα διέθεταν δεν είχε υποχρέωση να έχει αποθεματικά κεφάλαια για την περίπτωση που όντως χρειαζόταν να πληρώσει όσους είχαν στοιχηματίσει στην αδυναμία αποπληρωμής τους. Το εμπόριο των CDS ήταν σχεδόν μονοπωλιακό μεταξύ ελάχιστων εταιρειών. Τη μερίδα του λέοντος κατείχε η J.P. Morgan και ακολουθούσαν οι Goldman Sachs, Morgan Stanley και Deutsche Bank. Οι πρώτες τρεις τράπεζες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους από την ίδρυση τους. Πολύ μεγάλους και ισχυρούς δεσμούς μαζί τους διατηρεί και η Deutsche Bank. Σύμφωνα με τον οίκο Fitch, οι τράπεζες αυτές ελέγχουν περισσότερο από τα δύο τρίτα της αγοράς CDS, κερδίζοντας επί σειρά ετών τεράστια ποσά.
[…]
Μέσα σε μια ελεύθερη αγορά είναι λογικό ο συνετότερος και προσεκτικότερος, αυτός που κατάφερε να αποφύγει τα προβλήματα και τους κινδύνους, να υπερισχύσει του απρόσεκτου και επιπόλαιου, αυτού που ανέλαβε μεγάλα ρίσκα χωρίς να υπολογίσει σωστά τις συνέπειες. Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι εξαγορές κάποιων απρόσεκτων εταιρειών από την J.P Morgan δικαιολογούνται.
Ίσως αυτό να ίσχυε αν πράγματι η J.P Morgan ήταν συνετότερη και προσεκτικότερη. Στη σελίδα είκοσι τέσσερα της επίσημης τριμηνιαίας έκδοσης παράγωγων προϊόντων ωστόσο διαβάζουμε ότι η J.P Morgan είναι, χωρίς σύγκριση, ο μεγαλύτερος παίκτης στον κόσμο στην αγορά παραγώγων με λογιστικές αξίες από παράγωγα ύψους 90 τρισ. δολαρίων. Το 9% από αυτά είναι παράγωγα δανείων. Δηλαδή η J.P. Morgan κρατάει στα χέρια της μια ωρολογιακή βόμβα, ύψους 8,1 τρισ. δολαρίων, και όχι μόνο δεν κατέρρευσε από την πρόσφατη κρίση, αλλά παίζει το ρόλο του σωτήρα και αγοραστή άλλων τραπεζών-κολοσσών, πάντα με τη βοήθεια της FED. Πόσο μεγάλη όμως είναι η μερίδα ευθύνης των «σωτήρων» στη δημιουργία της παγκόσμιας κρίσης;».

[Ελλάδα και CDS]

«Το μέγεθος της κερδοσκοπίας εναντίον της Ελλάδας και ο βαθμός στον οποίο τα CDS είναι υπεύθυνα για την ελληνική κρίση είναι πάρα πολύ υποβαθμισμένα και αυτό γιατί, όταν το θέμα εξετάζεται από τους ελάχιστους που το κατανοούν σε βάθος, γίνεται επιφανειακά, παραλείποντας μερικές εξαιρετικά σημαντικές παραμέτρους.
Τα ελληνικά CDS υποτίθεται πως είναι μια ασφάλεια που μπορούν να αγοράσουν όσοι έχουν επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα, ούτως ώστε να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο από μια ενδεχόμενη πτώχευση της χώρας και συνεπώς από μια ενδεχόμενη αδυναμία πληρωμής των υποχρεώσεων της, πληρώνοντας ένα ασφάλιστρο (το οποίο είναι κυμαινόμενο και ανεβοκατεβαίνει όπως μια μετοχή) στο τραπεζικό ή το επενδυτικό ίδρυμα που τους τα πουλάει.
Ωστόσο, επιτρέπεται να αγοράσει κανείς CDS και να νομιμοποιείται να λάβει την αποζημίωση σε περίπτωση πτώχευσης της Ελλάδας χωρίς να έχει στην κατοχή του ελληνικά ομόλογα, δηλαδή χωρίς να έχει την ανάγκη ασφάλισης της επένδυσης του. Σε αυτή την περίπτωση, τα ελληνικά CDS μετατρέπονται σε χρηματιστηριακό στοίχημα, από το οποίο ο κερδοσκόπος μπορεί να κερδίσει με δυο τρόπους: είτε από την άνοδο της τιμής του CDS και την πώληση του ακριβότερα απ' ό,τι το αγόρασε, καθώς το ασφάλιστρο αυξάνεται όσο η χρηματοπιστωτική επίθεση στην Ελλάδα συνεχίζεται, είτε από την πραγματική πτώχευση της Ελλάδας και τη λήψη της τεράστιας αποζημίωσης.
Η δυνατότητα αυτή, δηλαδή της αγοράς CDS χωρίς την προϋπόθεση κατοχής ελληνικών ομολόγων, δημιουργεί έναν κερδοσκοπικό κύκλο ασύλληπτων διαστάσεων, καθώς εμπλέκει, πέρα από hedge funds και κάθε λογής κερδοσκοπικά ιδρύματα, και τις μεγαλύτερες τράπεζες-δανειστές της Ελλάδας, τις οποίες «αναγκάζει» να πουλήσουν ελληνικά ομόλογα, εκτινάσσοντας τα επιτόκια τους στα ύψη και επομένως απογειώνοντας το κόστος δανεισμού της χώρας. Και αυτό γιατί, όταν ένας κερδοσκόπος θέλει να στοιχηματίσει αγοράζοντας ελληνικά CDS, κατά κανόνα πρέπει να στραφεί στις μεγάλες τράπεζες, που είναι οι νόμιμοι διαπραγματευτές αυτών των προϊόντων. Αγοράζοντας ελληνικά CDS από αυτές, στην ουσία ποντάρει εναντίον τους, καθώς θα είναι ακριβώς οι μεγάλες τράπεζες που θα κληθούν να τον πληρώσουν αν η Ελλάδα πτωχεύσει. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι οι τράπεζες να προχωρούν σε στρατηγικές αντιστάθμισης του επενδυτικού κίνδυνου που ανέλαβαν, είτε προβαίνοντας σε πωλήσεις ελληνικών ομολόγων είτε λαμβάνοντας θέσεις short εναντίον τους, δηλαδή πουλώντας τα, ποντάροντας στην πτώση τους, με την ελπίδα ότι θα τα αγοράσουν φθηνότερα στο μέλλον.
Αυτό συμβαίνει γιατί, καθώς οι κερδοσκόποι ποντάρουν στην αύξηση της πιθανότητας πτώχευσης της Ελλάδας αγοράζοντας όλο και περισσότερα CDS, οι τράπεζες που τους τα πουλούν είναι σαν να ποντάρουν όλο και περισσότερο στο αντίθετο ενδεχόμενο, δηλαδή στη μη πτώχευση της Ελλάδας. Καθώς, όμως, οι περισσότερες από αυτές έχουν ήδη και ελληνικά ομόλογα, βρίσκονται να ποντάρουν διπλά στη μη πτώχευση της Ελλάδας, από τη μια πλευρά με το να κατέχουν ομόλογα και από την άλλη με το να παίζουν κόντρα στους κερδοσκόπους των CDS. To αποτέλεσμα είναι η υπερέκθεσή τους στην επένδυση υπέρ της Ελλάδας, η οποία τις οδηγεί, σχεδόν υποχρεωτικά, στην ανάγκη μείωσης του επενδυτικού ρίσκου τους, πουλώντας ελληνικά ομόλογα ή και ποντάροντας στην πτώση τους. Οι τράπεζες που δεν έχουν ήδη επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα, ώστε να μπορούν να πουλήσουν κάποια από αυτά μειώνοντας το ρίσκο τους, αναγκάζονται να τα δανειστούν από άλλες τράπεζες και να τα πουλήσουν short, ποντάροντας και αυτές στην πτώση τους, ώστε να τα αγοράσουν αργότερα χαμηλότερα για να τα επιστρέψουν στις τράπεζες απ' όπου τα δανείστηκαν.
Απλοποιώντας το παράδειγμα, μπορούμε να πούμε πως, όταν πραγματοποιείται μια πράξη αγοράς ελληνικών CDS, ενεργοποιείται και μια πράξη πώλησης ελληνικών ομολόγων, με την τελευταία να έχει ως αυτόματη συνέπεια την αύξηση των επιτοκίων των ομολόγων (και των spreads τους με τα γερμανικά), δηλαδή την αύξηση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας. Όσο οι κερδοσκόποι συνεχίζουν να σπρώχνουν την τιμή των CDS υψηλότερα, αγοράζοντας τα, τόσο οι τράπεζες που τους τα πουλούν επενδύουν στην πτώση των ελληνικών ομολόγων, σπρώχνοντας τα επιτόκια τους και το κόστος δανεισμού της Ελλάδας υψηλότερα.
Έτσι, η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε ένα τεράστιο χρηματιστηριακό καζίνο (ανάλογο με αυτό που οδήγησε στην κατάρρευση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ, πάλι με τη χρήση των CDS), το οποίο παρέχει ευκαιρίες για κέρδη σε κερδοσκόπους και τράπεζες σε όλο τον κόσμο, καθώς οι πρώτοι κερδίζουν όσο η κρίση επιδεινώνεται, ενώ οι τράπεζες απολαμβάνουν τα κέρδη από τις προμήθειες που λαμβάνουν από το εμπόριο CDS. To πρόβλημα γίνεται ακόμα χειρότερο καθώς τα CDS μπορούν να αγοραστούν με μόχλευση, δηλαδή πληρώνοντας τμήμα μόνο της πραγματικής αξίας της τιμής τους. Έτσι, μια επένδυση σε ελληνικά CDS της τάξης του 1 εκ. δολαρίων μπορεί να απαιτεί κεφάλαιο μόλις της τάξης των 100 χιλ. δολαρίων.
Η μελέτη της πορείας των τιμών των ελληνικών CDS αποκαλύπτει ότι η άνοδος τους ξεκίνησε από τον Ιούλιο του 2007, ταυτόχρονα με μια σειρά άλλων χρηματοπιστωτικών εξελίξεων, οι οποίες αποτελούν τα σημαντικότερα κομμάτια στο διεθνές πάζλ που δημιουργεί το έξυπνο χρήμα, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι αναπόσπαστο τμήμα του ίδιου αυτού πάζλ τα τελευταία δυόμισι και πλέον χρόνια. Στο διάστημα αυτό έχει πέσει πάνω της μια χρηματοπιστωτική βόμβα 12.204 μεγατόνων, όση δηλαδή είναι η ποσοστιαία άνοδος των τιμών των CDS από τις 4,6 μονάδες βάσης, τον Ιούλιο του 2007, στις 566 μονάδες βάσης σήμερα, η οποία είχε ως αντανακλαστική συνέπεια το ξεπούλημα των ελληνικών ομολόγων, την απογείωση των επιτοκίων τους και την εκτίναξη του κόστους δανεισμού για την Ελλάδα.
Ο κερδοσκόπος που επένδυσε με μόχλευση 10% 1 εκ. δολάρια, ποντάροντας στην πτώχευση της Ελλάδας τον Ιούλιο του 2007, βλέπει σήμερα την επένδυση του να αξίζει 12,204 δισ. δολάρια. Και καθώς στις χρηματοπιστωτικές αγορές το κέρδος του ενός είναι κατά κανόνα η απώλεια του άλλου, το λογαριασμό για τα κέρδη των κερδοσκόπων τον λαμβάνει, μέσω της αγοράς ομολόγων, ο Έλληνας πολίτης (και θα συνεχίσει να τον λαμβάνει για πολλά χρόνια ακόμα). Έτσι, όταν η Ελλάδα περικόπτει μισθούς, λαμβάνει σκληρά δημοσιονομικά μέτρα κ.λπ., προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα για να πληρώσει τους επιπλέον τόκους που προκύπτουν από την αύξηση του κόστους δανεισμού της, στην ουσία ενεργοποιεί το μηχανισμό εκείνο που, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να συγκεντρώσει τα χρήματα που θα πληρωθούν σε όσους πέτυχαν το τζακ ποτ, ποντάροντας εναντίον της στην αγορά CDS».

Sunday, September 18, 2011

Τραπεζικά τέρατα

 
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΖΑΚΗ

Tα πανηγύρια αυτές τις ημέ­ρες στην Ελλάδα κρατάνε το πολύ ένα 24ωρο. Ιδίως τα στημένα. Τόσο κράτησε και το νέο πανηγύρι για τον «γάμο» των τραπεζών Alpha - Eurobank. Οι ευχές, τα μπράβο και τα ζήτω έπεσαν βρο­χή. Από επίσημους και ανεπίσημους. Κι όλα αυτά γιατί; Μα για να κρύψουν την αλήθεια. Όταν δυο αντίπαλες μέχρι χθες φαμίλιες που καταδυναστεύ­ουν τον πληθυσμό μιας περιοχής απο­φασίζουν ξαφνικά να συνενωθούν, αυτό δεν είναι ποτέ για καλό.
Αν κάτι θετικό μάς προσέφερε αυ­τός ο «γάμος» είναι η διαπίστωση του πόσο βαθιά στην πολιτική έχει εισχω­ρήσει η διαπλοκή και η ταύτιση με τα τραπεζικά συμφέροντα. Όχι μόνο η κυβέρνηση και τα κόμματα κυβερνη­τικής εναλλαγής, αλλά και τα υπόλοι­πα, από τον ΛΑΟΣ έως τη Δημοκρατι­κή Αριστερά και φυσικά τη Δημοκρα­τική Συμμαχία της οικογένειας Μη­τσοτάκη, χειροκρότησαν την πράξη των τραπεζιτών.
Μόνο το ΚΚΕ και ο ΣΥΝ αποστασι­οποιήθηκαν. Όλοι οι άλλοι «πατέρες του έθνους» συνωστίζονται στα σαλό­νια των τραπεζιτών για να κερδίσουν την εύνοιά τους. Όπως τα παλιά χρό­νια έκαναν οι ευνούχοι στις αυλές των αρχόντων. Κι ας πάρουμε τα πράγμα­τα από την αρχή.

Αντιστροφή δόγματος
Αν θυμάστε, η παγκόσμια κρίση ξέ­σπασε γιατί οι επικυρίαρχοι της οικο­νομίας και της πολιτικής αποφάσισαν ότι όσο μεγαλύτερες και πιο τερατώ­δεις γίνουν οι τράπεζες τόσο το καλύ­τερο για την οικονομία. Πρόκειται για το δόγμα του «toο big to fail» (πολύ μεγάλη για να αποτύχει), δηλαδή όσο πιο μεγάλη είναι μια τράπεζα τόσο πιο δύσκολα αποτυγχάνει, τόσο πιο μεγάλη είναι η συμβολή της στην οι­κονομική ανάπτυξη. Έτσι, ειδικά στην ευρωζώνη δημιουργήθηκαν τράπεζες - τέρατα με ενεργητικά πολύ μεγαλύ­τερα από το ΑΕΠ των χωρών τους.
♦ Στη Γερμανία, π.χ., τα τραπεζικά ενεργητικά υπερβαίνουν το 200% του ΑΕΠ της.
♦ Στη Γαλλία το 300% και στη Βρετα­νία πάνω από 500%.
Μόνο οι ΗΠΑ κράτησαν τα ενεργητι­κά των τραπεζών τους μόλις στο 50% του ΑΕΠ τους και έτσι, παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια κρίση ξεκίνησε από εκεί, έχει πλέον μετατρέψει σε επίκε­ντρό της την ευρωζώνη. Το γεγονός ότι στην ευρωζώνη συγκεντρώνονται οι μεγαλύτερες τράπεζες - τέρατα παγκο­σμίως δεν είναι καθόλου άσχετο με την κατάσταση αδιεξόδου που βιώνει.
Ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι της κε­ντρικής διοίκησης της ΕΚΤ, σε μια ομι­λία του στο Κιότο, στις 15 Απριλίου 2010, μίλησε για την τερατώδη ανά­πτυξη των τραπεζών ως εξής:
«Ενώ βρίσκονταν (τα τραπεζικά ενεργητικά της Βρετανίας) γύρω στο 50% του ΑΕΠ έως τη δεκαετία του 70, αυξήθηκαν στο 300% έως το 2000 και στο 550% έως το 2007. Ενώ μέρος αυτής της ανάπτυξης είναι μια φυσική συνέπεια του να είσαι διε­θνές χρηματοπιστωτικό κέντρο, είναι δύσκολο να δικαιολογήσει κανείς μια τόσο δραματική επέκταση απλώς και μόνο με αναφορά στην αυξανόμενη σημασία της χρηματοπιστωτικής ως εργαλείου για να τροφοδοτήσει την επέκταση.
Επιπροσθέτως η έκρηξη μεγέθους του χρηματοπιστωτικού τομέα έθεσε σοβαρά προβλήματα για τιςεποπτι­κές αρχές στον απόηχο της χρηματο­οικονομικής κρίσης, όταν κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τις συστηματικές επιπτώσεις των πολύ μεγάλων, ατο­μικών τραπεζών. Για παράδειγμα, το 2007 οι υποχρεώσεις της Barclays ξεπέρασαν το ΑΕΠ της Βρετανίας, οι υποχρεώσεις της Deutsche Bank ήταν στο 80% του γερμανικού ΑΕΠ, ενώ οι υποχρεώσεις της Fortis ήταν αρκετές φορές μεγαλύτερες από το ΑΕΠ της χώρας καταγωγής της, του Βελγίου. Όπως ορισμένοι παρατηρητές μάλ­λον προκλητικά παρατήρησαν, τέτοια πιστωτικά ιδρύματα μπορεί να μην εί­ναι απλώς ''πολύ μεγάλα για να απο­τύχουν", αλλά στην πραγματικότητα "πολύ μεγάλα για να υπάρχουν"».
Αυτό που σημείωνε ο κεντρικός τραπεζίτης της ΕΚΤ δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι η τερατώδης επέκτα­ση των τραπεζικών εργασιών και των ίδιων των τραπεζών αποτελεί μια από τις βασικές συστημικές αιτίες της πα­γκόσμιας κρίσης, αλλά και κάτι άλλο, ακόμη πιο σοβαρό.
Το μέγεθος και η οικονομική επι­φάνεια αυτών των τραπεζικών κο­λοσσών κάνει εξαιρετικά δύσκολη την όποια εποπτεία ή ρύθμιση του κλάδου. Κι αυτό γιατί πολύ απλά οι τράπεζες και οι τραπεζίτες έχουν συ­γκεντρώσει τέτοια οικονομική δύνα­μη στα χέρια τους, που τους επιτρέ­πει όχι μόνο να παρεμβαίνουν, αλλά να πιέζουν και να εκβιάζουν ακόμη και τα μεγαλύτερα κράτη.
Με λίγα λόγια, οι τράπεζες έχουν γίνει πιο ισχυρές από οποιαδήποτε εποπτική ή ρυθμιστική αρχή σε εθνι­κό ή ακόμη και σε διεθνές επίπεδο. Αυτή ήταν η αγωνία του. Διότι, με δε­δομένο το βάθος, τον χαρακτήρα και τη διάρκεια της κρίσης, δεν μπορεί να παρθεί κανένα διορθωτικό μέτρο που έστω κατ' ελάχιστα θίγει τους τραπεζικούς κολοσσούς.
«Κουρέψτε τους...»
Σε πολλές χώρες έγιναν και συνεχί­ζονται συζητήσεις για κατάτμηση των τραπεζών, για επιβολή μέτρων κατα­κερματισμού των τραπεζικών κολοσ­σών. Τέτοια συζήτηση γίνεται αυτή τη στιγμή στη Βρετανία, όπου πρω­τοστατεί η κρατική κεντρική Τράπε­ζα της Αγγλίας και η Ρυθμιστική Αρχή του Πιστωτικού Συστήματος, ένας τυ­πικά πανίσχυρος εποπτικός οργανι­σμός που δυστυχώς αποδείχτηκε πο­λύ μικρός για να «κουρέψει» το Citi του Λονδίνου.
Αντί λοιπόν να επιβληθεί συρρί­κνωση των μεγάλων τραπεζών και δραστικός περιορισμός της οικονομι­κής τους επιφάνειας, μπας και μπορέ­σει να ανασάνει η οικονομία από την ασφυξία που προκαλούν τα τεράστια τραπεζικά ενεργητικά και υποχρεώ­σεις, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Σε μελέτη του ΔΝΤ, που δημοσιοποίησε η «Deutsche Welle» (24.3.11), οι ει­δικοί του αποφαίνονται ότι οι τράπε­ζες, αντί να μικρύνουν εν μέσω της κρίσης, μεγάλωσαν ακόμη περισσό­τερο και απειλούν τη χρηματοπιστω­τική σταθερότητα.
«Από την απαρχή της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης οι τράπε­ζες έχουν γίνει ακόμη μεγαλύτερες, περισσότερο διασυνδεμένες και πολύ πιο δύσκολες στο να τις ρυθμίσεις», σύμφωνα με το ΔΝΤ. «Το γεγονός αυτό θέτει το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε κίνδυνο μιας νέας κατάρρευσης». Ο κίνδυνος αυτός φάνηκε να υλοποι­είται τις προηγούμενες εβδομάδες, όταν οι τραπεζικές μετοχές έχασαν περίπου το 30% της αξίας τους στις χρηματιστικές αγορές διεθνώς.
Εξάρτηση από το κράτος
Με όλα αυτά τα δεδομένα οι κυβερ­νήτες στην Ελλάδα και οι εντιμότατοι πολιτικοί μας χειροκρότησαν τη δημι­ουργία ενός νέου τραπεζικού ομίλου, ο οποίος από μόνος του έχει υποχρε­ώσεις που υπερβαίνουν το65% του ΑΕΠ της χώρας. Εύγε! Βέβαια η συ­γκεκριμένη συγχώνευση ήταν προϊ­όν μέγιστης και επιτακτικήςανάγκης. Μιλάμε για δυο τράπεζες οι οποίες εδώ και καιρό επιβιώνουν στο «κόκκι­νο», κυρίως από τις επιδοτήσεις του κράτους και τις ενέσεις ρευστότη­τας από την ΕΚΤ. Η καθεμιά τους έχει αντλήσει από το κράτος πάνω από 950 εκατ. ευρώ σε ρευστό, το οποίο αδυνατεί να επιστρέψει. Περίπου σε 20 δισ. ευρώ υπολογίζονται οι εγγυ­ητικές επιστολές του Δημοσίου που έχουν αξιοποιήσει οι συγκεκριμένες τράπεζες για να ενισχύσουν κεφα­λαιακή επάρκεια και ρευστότητα.
Επιπλέον η ανακοίνωση της Alpha σχετικά με τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου του 2011 αναφέ­ρει χαρακτηριστικά: «Δεδομένων των δυσμενών συνθηκών που επι­κρατούν στην ελληνική αγορά κατα­θέσεων, καθώς επίσης και στα δημό­σια οικονομικά του κράτους, αυξή­σαμε το επίπεδο χρηματοδοτήσεώς μας από την ΕΚΤ κατά ευρώ 3,4 δισ. από το τέλος Μαρτίου 2011 σε ευ­ρώ 16,9 δισ.». Με άλλα λόγια, μόνο το τελευταίο τρίμηνο η συγκεκριμέ­νη τράπεζα χρειάστηκε πρόσθετη ενίσχυση ρευστότητας της τάξης των 3,4 δισ. ευρώ, φτάνοντας το συνολι­κό ποσό της άντλησης ρευστότητας από την ΕΚΤ στο ύψος των 17 δισ. ευ­ρώ περίπου.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η άντληση ρευστότητας δεν είναι τζάμπα χρήμα, αλλά μορφή κυρίως βραχυ­πρόθεσμου δανεισμού από την ΕΚΤ με χαμηλό επιτόκιο. Με άλλα λόγια, η τράπεζα που αντλεί ρευστότητα θα πρέπει κάποια στιγμή πολύ σύντομα να τα επιστρέψει στην ΕΚΤ. Πού θα τα βρει να τα επιστρέψει; Εκτός κι αν το Δημόσιο αναλάβει να πληρώσει, μιας και μεγάλο μέρος αυτής της ρευστό­τητας αντλήθηκε με εγγύηση του Δη­μοσίου.
Αντίστοιχη κατάσταση υπάρχει και με την Eurobank, η οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι μία από τις οκτώ ευρωπαϊκές τράπεζες που απέτυχαν στα τελευταία stress tests . Δεν πρέ­πει επίσης να ξεχνάμε ότι η Eurobank είναι ίσως η χειρότερη τράπεζα από άποψη τραπεζικής δεοντολογίας και αντιμετώπισης των πελατών της. Είναι η μόνη τράπεζα που εξακολουθεί ακό­μη και σήμερα να μην αναγνωρίζει και να μην συμμορφώνεται με τον νόμο για τα πανωτόκια (3259/2004), ενώ οι καταχρηστικές πρακτικές της με «ψιλά γράμματα» στις συμβάσεις της, με παράνομες χρεώσεις και πειρατι­κές ενέργειες εις βάρος πελατών της, έχουν υπερβεί κάθε προηγούμενο.
Πέντε λόγοι για την τραπεζική συγχώνευση
Βέβαια, κάποιος με στοιχειώδη κοινή λογική θα αναρωτιόταν: Πώς γίνεται τράπεζες με πάνω από 18 δισ. ευρώ κρατική ενίσχυση και ενέσεις ρευστότητας από την ΕΚΤ η καθεμιά τους να εμφανίζουν λειτουργικά κέρδη; Πώς γίνεται με τέτοια εξάρτηση από εξωτερικές πηγές χρηματο­δότησης να εμφανίζουν κεφαλαιακή επάρκεια; Όμως όλα αυτά δεν μετρούν στο ελάχιστο και έτσι οι ευνούχοι της πολιτικής και της δημοσιογρα­φίας βγήκαν για να γιορτάσουν έναν τραπεζικό «γάμο» που γίνεται για τους εξής βασικούς λόγους:
♦ Πρώτον: Για να ενισχύσει την ολιγοπωλιακή σύνθεση ενός τραπεζικού τομέα, ο οποίος ήδη πάσχει σοβαρά από έναν από τους υψηλότερους δείκτες μονοπωλιακής συγκέντρωσης στην Ευρώ­πη. Σ' έναν τραπεζικό τομέα που λειτουργεί εδώ και χρόνια με «συμφωνίες κυρίων», με πρακτικές καρτέλ και τραστ, προστίθεται ένα ακόμη τραπε­ζικό μονοπώλιο.
♦ Δεύτερον: Για να εμφανίσει ότι ενισχύονται κεφαλαιακά ώστε να κάνουν πιο εύκολη την άντληση ρευστότητας, από την οποία εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά και οι δυο τράπεζες. Μόνο που η βελτίωση της εικόνας είναι μόνο λογιστική, καθότι η κεφαλαιακή ενίσχυση δεν θα γίνει με ρευστό, αλλά κυρίως με τραπεζικούς τίτλους και ανταλλαγές μετοχών.
♦ Τρίτον: Για να επενδύσουν οι μεγαλομέτο­χοι στη δημιουργία τεχνητών προσδοκιών στο χρηματιστήριο, ώστε να κερδοσκοπήσουν με την πλασματική άνοδο των τραπεζικών μετοχών. Η συγχώνευση επιδιώκει να δημιουργήσει μια νέα, έστω πρόσκαιρη, χρηματιστική φούσκα για να κερδοσκοπήσουν οι γνωστοί ημέτεροι. Πρόκειται για τη γνωστή τακτική «άρπαξε όσα μπορείς και τρέχα», που σημειώνεται πάντα τις παραμονές μεγάλων καταρρεύσεων.
♦ Τέταρτον: Για να εξασφαλίσει μεγαλύτερες επι­δοτήσεις από το κράτος και χαριστικές παροχές εκβιάζοντας με το μέγεθος του τραπεζικού ομί­λου, αλλά και με το επιχείρημα ότι τυχόν κατάρ­ρευσή του θα συμπαρασύρει και την οικονομία.
♦ Πέμπτον: Για να ενισχυθεί η κερδοσκοπική εξάρτηση από το εξωτερικό με τη συμμετοχή του Κατάρ, το οποίο συμβάλει ασήμαντα στην κεφαλαιακή επάρκεια του ομίλου και μάλιστα με τη μορφή δανείου. Η συμμετοχή του έχει βασικό στόχο, αφενός να ενισχυθεί η προστατευμένη διαρροή κεφαλαίων και κερδών προς το εξωτερι­κό, που ήδη αποτελεί μέγιστη αιμορραγία για την ελληνική οικονομία, και αφετέρου να επωφελη­θεί από το γενικευμένο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και των κρατικών συμμετοχών.
Όταν σου λένε «σκύψε» και λες «ευχαριστώ»
Όλα αυτά βέβαια είναι ψιλά γράμματα για μια χώρα που έχει τεθεί ήδη υπό καθεστώς γενικευ­μένης εκποίησης. Η χώρα και ο λαός της έχουν ξεγραφτεί. Οι κυβερνώντες το λένε ωμά και ξε­κάθαρα. Δείτε το επιχείρημα του κ. Βενιζέλου για την αύξηση του ΦΠΑ στον χώρο της εστίασης. «Η αύξηση είναι παράλογη, αλλά μας επιβλήθηκε με το πιστόλι στο κρόταφο από την τρόικα», φέρεται να είπε στους εκπροσώπους του χώρου. Μπρά­βο στην κυβέρνηση, που ξέρει μόνο να υποχωρεί ακόμη και στις πιο παράλογες απαιτήσεις.
Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έγινε με τη Φινλανδία. Στην απόφαση της 21ης Ιουλίου το Eurogroup για τη νέα «βοήθεια» προς την Ελλά­δα προέβλεπε τη διμερή διαπραγμάτευση για τον καθορισμό των εγγυήσεων που ζητούσαν τα διάφορα κράτη για τη συμμετοχή τους στο νέο πακέτο. Η Φινλανδία απαίτησε να τηςπροκατα­βάλει η Ελλάδα το 20% της συνεισφοράς της. Να αγοραστούν με αυτά ομόλογα ΑΑΑ και με βάση τις αποδόσεις (και επιτόκια που ακόμη κρατού­νται κρυφά) θα καταβάλει η Φινλανδία τη συμμε­τοχή της.
Κατάλυση κοινοβουλίων
Όλα τα άλλα κράτη της ευρωζώνης θεώρησαν την απαίτηση της Φινλανδίας εξωφρενική. Υπάρ­χεικυβέρνηση που θα δεχόταν ένα τόσο εξευ­τελιστικό και ληστρικό τρόπο δανεισμού; Ναι, υπάρχει. Είναι ηκυβέρνηση Παπανδρέου και ο υπουργός της κ. Βενιζέλος. Για τους κυρίους αυ­τούς η έννοια διαπραγμάτευση σημαίνει ότι, όταν σου λένε «σκύψε», εσύ λες κι «ευχαριστώ». Αν έχεις μια κυβέρνηση και ένα πολιτικό σύστημα που ξέρει μόνο να λέει «ναι» σε ό,τι κι αν του ζη­τηθεί, όσο εξωφρενικό κι αν είναι, τότε τι πρέπει να περιμένει κανείς;
Το τι μας περιμένει δεν έχει κανείς παρά να το αντιληφθεί από μια πρόσφατη συνέντευξη του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην «Der Tagesspiegel am Sonntag » (28.8): «Οδεύοντας προς την Ευρώπη του μέλλο­ντος», τόνισε ο Σόιμπλε, «τα κράτη θα διατηρή­σουν την εθνική τους ταυτότητα, αλλά σε ορισμέ­νους τομείς πρέπει να εκχωρήσουν τμήμα της εθνικής τους κυριαρχίας. Γι' αυτό χρειαζόμαστε θεσμική ενίσχυση της Ευρώπης, ενίσχυση του Ευ­ρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ώστε η απώλεια του δι­καιώματος συναπόφασης των εθνικών κοινοβου­λίων να μην οδηγήσει σε απώλεια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Δεν είναι η πρώτη φορά που ο κ. Σόιμπλε μιλά για εκχώρηση εθνικής κυρι­αρχίας, ιδίως στην προοπτική του ευρωομολόγου και της κοινής δημοσιονομικής πολιτικής στην ευρωζώνη. Έτσι ή αλλιώς τα κράτη για τα οποία μιλά ο Σόιμπλε έχουν εκχωρήσει εθνική κυριαρ­χία στην ευρωζώνη από την πρώτη στιγμή. Έχουν εκχωρήσει τη νομισματική τους κυριαρχία και την άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Αυτό δεν αρκεί πια. Χρειάζεται και η κατάλυση των εθνικών κοινοβουλίων. Τα συμφέροντα των αποικιοκρατών της ευρωζώνης σαν τον κ. Σόιμπλε, των αγορών και των τραπεζών δεν μπο­ρούν πλέον να συνυπάρξουν με το «δικαίωμα συναπόφασης των εθνικών κοινοβουλίων».
Η νέα χοντρή μπάζα
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι στην πορεία προς την «οικονομική διακυβέρνηση» της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, η διαβούλευση και συναπόφαση των εθνικών κοινοβουλίων για κομβικά ζητήμα­τα δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής δεν χρειάζεται. Είναι κάτι περιττό. Βέβαια χωρίς εθνικό κοινοβούλιο δεν υπάρχει ούτε καν τυπική δημοκρατία, ούτε καν λαός. Όμως όλα αυτά εί­ναι λεπτομέρειεςμπροστά στη νέα χοντρή μπάζα που ετοιμάζονται να κάνουν οι απανταχού κερ­δοσκόποι με το ευρωομόλογο. Μπροστά στο ευρωομόλογο και την περιβόητη «ευρωπαϊκή ολο­κλήρωση» τι νόημα έχει η δημοκρατία; Κανένα.